βουλευομένοις

βουλευομένοις
βουλεύω
take counsel
pres part mp masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόστιμο — το / πρόστιμον ΝΑ νεοελλ. 1. ποινή που συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού από υπαλλήλους που υπέπεσαν σε πειθαρχικό παράπτωμα, καθώς και το ίδιο το χρηματικό ποσό 2. (ποιν. δίκ.) χρηματική, πταισματική ποινή, επιβαλλόμενη από δικαστήριο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”